- Σαμοθρᾴκιον
- Σαμοθρᾴκιον, τό,A temple of the gods of Samothrace, Jahresh.26 Beibl.54 (Ephesus, i A.D., in form -κιν).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Σαμοθρᾴκιον — temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc sg Σαμοθρᾴκιος masc acc sg Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθρᾴκιον — Σαμοθρᾴκη masc acc sg Σαμοθρᾴκη neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾳκίοις — Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut dat pl Σαμοθρᾴκιος masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σαμοθρᾴκια — Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαμοθράκειος — α, ο / Σαμοθρᾴκιος, α, ον, ΝΜΑ, και ιων. τ. Σαμοθρηΐκιος, η, ον, Α [Σαμοθράκη] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην νήσο Σαμοθράκη ή στον κάτοικο τής Σαμοθράκης, σαμοθρακιώτικος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σαμοθρᾴκιον ναός τών θεών στην Σαμοθράκη … Dictionary of Greek
Σαμοθρᾴκι' — Σαμοθρᾴκια , Σαμοθρᾴκιον temple of the gods of Samothrace neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκια , Σαμοθρᾴκιος neut nom/voc/acc pl Σαμοθρᾴκιε , Σαμοθρᾴκιος masc voc sg Σαμοθρᾴκιαι , Σαμοθρᾴκιος fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)